- ἀπογέννημα
- ἀπογένν-ημα, ατος, τό,A offspring, Ti.Locr.97e, Ael.NA 15.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπογέννημα — offspring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απογέννημα — το, ατος και απογεννίδι, το το τελευταίο παιδί μιας γυναίκας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπογεννημάτων — ἀπογέννημα offspring neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογεννήματα — ἀπογέννημα offspring neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογεννήματος — ἀπογέννημα offspring neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)